- προκυνηγία
- προκῠνηγ-ία, ἡ,A show preliminary to a venatio, IGRom.3.631 (pl., Xanthus); also [suff] προκῠνήγ-ιον, τό, ib.681 (pl., Patara).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκυνηγία — ή, Α προπαρασκευαστική άσκηση στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυνηγία (< κυνηγός)] … Dictionary of Greek
προκυνήγιον — τὸ, Α η προκυνηγία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυνήγιον (< κυνηγός)] … Dictionary of Greek